άδιωχτος — η, ο [διώχνω] αυτός που δεν τόν έδιωξαν, δεν τόν απομάκρυναν … Dictionary of Greek
άδιωχτος — η, ο αυτός που δε διώχτηκε, δεν αποπέμφθηκε: Ήξερε όσα είχε κάνει, αλλά τον άφηνε άδιωχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)